- άντυτος
- -η, -οαυτός που δεν είναι ντυμένος ή είναι πρόχειρα ντυμένος: Περίμενε λίγο, γιατί είναι ακόμη άντυτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άντυτος — η, ο 1. γυμνός 2. ατημέλητος, άκομψα ντυμένος 3. αυτός που δεν φοράει το καθιερωμένο για μια περίπτωση ένδυμα 4. (για βιβλίο) άδετος … Dictionary of Greek